- ζευξίγαμος
- ζευξίγαμος, ἡ (Α)(για τον πλανήτη Αφροδίτη) αυτή που συνδέει με τους δεσμούς τού γάμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι- + -γάμοςζευξι- (< ζεύγνυμιπρβλ. και ζευξί-λεως κατά τα σύνθετα τού τύπου τερψί-μβροτος + -γαμος, (< γάμος) πρβλ. α-πειρό-γαμος, έγγαμος].
Dictionary of Greek. 2013.